- έρχομαι
- ήρθα1. κινούμαι, πλησιάζω κάποιον ή κάπου: Η βροχή έρχεται στην περιοχή μας.2. φτάνω, αφικνούμαι: Ήρθε από το ταξίδι αργά το βράδυ.3. ακολουθώ: Μετάτην αστραπή έρχεται η βροντή.4. φτάνω σε ύψος: Η φούστα έρχεται ως τα γόνατα.5. επιστρέφω, γυρίζω: Πάει κι έρχεται κάθε μέρα.6. παρουσιάζομαι: Ήρθε μάρτυρας στην υπόθεση.7. φοιτώ, συχνάζω: Έρχεται καθημερινά στο γραφείο.8. προέρχομαι: Ο καφές έρχεται από τηΒραζιλία.9. εμφανίζομαι, καταλαμβάνω κάτι ξαφνικά: Μου ήρθε τρέλα, όταν το άκουσα.10. συμβαίνω, εξελίσσομαι: Του ήρθαν όλα ανάποδα.11. καταλαμβάνομαι από επιθυμία: Μου ήρθε να πιω κρασί.12. βγάζω συμπέρασμα, οδηγούμαι στη σκέψη: Μ' αυτά τα λόγια του έρχομαι να πιστέψω πως δε λέει την αλήθεια.13. φρ., «τα σύρε κι έλα κι έρχομαι», οι συνεχείς μεταβάσεις και επιστροφές· «ήρθε στο φως», φανερώθηκε, αποκαλύφτηκε· «ήρθαμε στα πράγματα», πήραμε την εξουσία· «έρχομαι στα συγκαλά μου», συνέρχομαι, και με πολλές άλλες χρήσεις και σημασίες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.